ἀεροβατῶ

ἀεροβατῶ
ἀεροβατέω
depths of air
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀεροβατέω
depths of air
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεροβατώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αεροβατώ — (Α ἀεροβατῶ, έω) [ἀεροβάτης] βαδίζω στον αέρα (στη Νεοελληνικά με μτφ. σημ.) βρίσκομαι εκτός πραγματικότητας, πετώ στα σύννεφα, είμαι φαντασιόπληκτος αρχ. περπατώ περήφανα, καμαρωτά …   Dictionary of Greek

  • αεροβατώ — αεροβατούσα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), πλανιέμαι στον αέρα, στα σύννεφα, ονειροπολώ: Αυτός δεν πατά στο χώμα, αεροβατεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροβαίνω — αεροβατώ* (λ. αδόκιμη, πλασμένη από τον Αλέξανδρο Σούτσο) …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • αιθεροβατώ — αἰθεροβατῶ ( έω) (Α) [aἰθεροβάτης] αεροβατώ* (Λουκ. Φιλοψ. 25) …   Dictionary of Greek

  • αιθεροπλοώ — ( έω) [αιθεροπλόος] πλέω στους αιθέρες, αεροβατώ …   Dictionary of Greek

  • κενεμβατώ — (Α κενεμβατῶ, έω) (για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό αρχ. 1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.) 2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπορώ — μετεωροπορῶ, έω (ΑΜ) [μετεωροπόρος] περπατώ στα ύψη, στον αέρα, αεροβατώ αρχ. ανυψώνομαι από το έδαφος και κρατιέμαι μετέωρος στον αέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”